Η Αθήνα είναι πιο ισχυρή… Μήπως να γίνει και πιο τολμηρή;

16:07 - 30 Οκτώβριος 2024

Η επικείμενη επίσκεψη Φιντάν στην Αθήνα και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί γύρω από την ουσία και το περιεχόμενο των επαφών της ελληνικής πλευράς με την Τουρκία επαναφέρουν δυναμικά τη συζήτηση σχετικά με τη στρατηγική του μέλλοντος που θα πρέπει να υιοθετήσει η χώρα στο συγκεκριμένο μέτωπο. Με φόντο μάλιστα τη γεωστρατηγική ρευστότητα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή και τον εκ προοιμίου κομβικό ρόλο της Ελλάδας και της Τουρκίας στις γενικότερες εξελίξεις, η κουβέντα αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Και ο παράγων του… μέλλοντος σε αυτή την περίπτωση είναι ο πλέον καθοριστικός για τη διπλωματική μας προσέγγιση έναντι του ανεξέλεγκτου και πολλές φορές επικίνδυνου γείτονα.

Είναι σαφές ότι η από δω πλευρά του Αιγαίου είναι εκείνη που διαχρονικά επιδεικνύει θεσμική συμπεριφορά, συμβαδίζει με το Διεθνές Δίκαιο και προβάλλει τις θέσεις της με βάση τις παραπάνω παραμέτρους. Στον αντίποδα, η Τουρκία είναι εκείνη που στο πέρασμα των χρόνων καθίσταται το κράτος-πειρατής που προκαλεί με τη ρητορική της και, το χειρότερο, δρομολογεί κατά καιρούς είτε σοβαρές κρίσεις που ενίοτε οδηγούν σε εθνικές τραγωδίες (όπως με την Κύπρο) είτε πιο… ελεγχόμενες, που όμως δυναμιτίζουν το κλίμα στις σχέσεις με την Αθήνα. Επί προέδρου Ερντογάν, ο δίαυλος επικοινωνίας με την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση είχε περάσει από διάφορες φάσεις. Από την πανθομολογούμενη ηρεμία και συνεννόηση των πρώτων ετών της διακυβέρνησής του, μέχρι τη σκοτεινή επιχειρηματολογία της τελευταίας τριετίας.

Σε αυτή τη συγκυρία, η επίτευξη μιας γενικότερης ηρεμίας, χάρη εν πολλοίς στις επιλογές του πρωθυπουργού και τη συμβολή του Γιώργου Γεραπετρίτη, παρά τις διάφορες ανορθογραφίες που εμφανίζονται κατά καιρούς, σε συνδυασμό με τη συνθήκη της ισχυροποίησης της διπλωματικής θέσης της Ελλάδας διεθνώς, που πλέον συνιστά κατά κοινή ομολογία τον πιο αξιόπιστο εταίρο της Δύσης σ’ ένα κομμάτι του πλανήτη που φλέγεται κυριολεκτικά, αλλά και η προώθηση του πληρέστερου εξοπλιστικού προγράμματος εδώ και δεκαετίες, δίνουν τη δυνατότητα στην Αθήνα να μελετήσει καλύτερα τις επόμενες πρωτοβουλίες της. Στο πλαίσιο αυτό, στημένα παραληρήματα στο όνομα μιας ξεπερασμένης πατριδοκαπηλίας, αστείες όσο και επικίνδυνες ατάκες τύπου Σαμαρά περί… μαγειρεμάτων, αλλά και παντός είδους εμμονές δεν πρέπει να έχουν θέση στην τακτική της χώρας, ή να επηρεάζουν τις αναλύσεις της ελληνικής κυβέρνησης.

Η Ελλάδα οφείλει να προασπίσει στον απόλυτο βαθμό τα συμφέροντα και τα εθνικά της δίκαια (κι αυτό φυσικά είναι αδιαμφισβήτητη σταθερά, από την οποία δεν θα πρέπει να παρεκκλίνουμε), αλλά ταυτόχρονα να κοιτάξει μπροστά με ρεαλισμό, σοβαρότητα και γενναιότητα. Κι αν αυτό δεν γίνει πράξη με τον πλέον σταθερό και ισχυρό πολιτικό πυλώνα της χώρας στη διακυβέρνησή της, τότε νομίζω πως δεν θα συμβεί ποτέ, με την υπάρχουσα κατάσταση να κληροδοτείται ως κατάρα στις επόμενες γενιές Ελλήνων. Άλλωστε, τι νόημα έχουν οι επαφές (τις οποίες διεξήγαγαν όλοι οι πρωθυπουργοί και όλες οι κυβερνήσεις, για να μην ξεχνιόμαστε), οι ζυμώσεις και οι διεργασίες αν εν έτει 2024 δεν οδηγήσουν σε κάποιο αποτέλεσμα;

Κι αν είναι και πάλι η Τουρκία εκείνη που δεν θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, τότε η Αθήνα θα είναι και πάλι κερδισμένη, αφού θα την έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Χωρίς σε καμία περίπτωση να δείχνει ότι είναι εκείνη που «καίγεται» για λύση, χωρίς να δίνεται τροφή σ’ εκείνους που περιμένουν στη γωνία για να διχάσουν, λες και θα είναι οι ίδιοι που πιλοτάρουν τα Rafale ή θα αναλάβουν την πλοήγηση των Belhara, αλλά αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την προσήλωσή της στο μέλλον της περιοχής και των λαών.

Και φυσικά, όλοι αυτοί οι σκληροπυρηνικοί θα πρέπει να δώσουν ουσιαστικές απαντήσεις για τις αντοχές της πατρίδας μας έναντι της προοπτικής αδιάκοπης συνέχειας της υπάρχουσας κατάστασης (με ό,τι αυτό συνεπάγεται εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά) ή αν θα ήταν σώφρον να ιχνηλατηθεί το πεδίο εξεύρεσης διεξόδου. Πάντα στη λογική της προάσπισης των εθνικών κεκτημένων και προοπτικών και με την αίσθηση της ασφάλειας που μας παρέχει, η αναγνώριση της επιμονής μας στο Διεθνές Δίκαιο, η ψύχραιμη αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων, οι σύγχρονες πια αμυντικές δομές μας και οι διπλωματικές επιτυχίες αυτής της περιόδου.