Ανάγκη για πρωτοβουλίες κοινής λογικής

Η κυβέρνηση πρέπει να δοκιμάσει κάποιες πολιτικές «μικρής κλίμακας, χαμηλού κόστους, που μπορεί να έχουν απήχηση σε μια ευρεία γκάμα ψηφοφόρων»
15:38 - 22 Οκτώβριος 2024

Κάποιοι γονείς, σε ένα δημόσιο σχολείο στην Αττική, κινητοποίησαν τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων (του σχολείου τους) για να αιτηθεί να εφαρμοστεί στους μαθητές και τις μαθήτριες του δημοτικού σχολείου ομοιόμορφη ενδυμασία, εφόσον βέβαια υπήρχε συναίνεση σε μια τέτοια απόφαση. Λίγες μέρες αργότερα, η συζήτηση αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή και πήρε δημοσιότητα, με τίτλο που αυθαίρετα μπήκε σε πολλές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες: «Γονείς ζητούν επαναφορά της ποδιάς». Οι περισσότερες αντιδράσεις ήταν παβλοφικές: «χούντα», «αντιδραστικοί», «οπισθοδρομικοί». Χαρακτηρισμοί-πακέτο, από μια σημαντική μερίδα του κόσμου, για κάθε κίνηση που θεωρούν ότι έρχεται από το παρελθόν.

Είναι όμως έτσι; Πριν προχωρήσει η όποια τέτοια συζήτηση, είναι σημαντικό να απαντηθεί το ερώτημα αυτό. Θεσμικά, ισχύει αυτό που ανέφερε -μέσω διαρροών- το υπουργείο Παιδείας: «Η στολή καταργήθηκε ως υποχρέωση τον Φεβρουάριο του 1982. Kάθε παιδί μπορεί να φοράει ό,τι θέλει στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, με γνώμονα τον σεβασμό του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας».

Πρακτικά, σήμερα, στα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία και στα περισσότερα εν γένει ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, η λεγόμενη στολή ισχύει υποχρεωτικά σε όλες τις τάξεις του δημοτικού – κάποια το εφαρμόζουν και στο γυμνάσιο. Όχι ποδιά, προφανώς, αλλά φόρμα και μπλούζα ή βερμούδα/φούστα και κοντομάνικο μπλουζάκι ή κάτι παρεμφερές, συνήθως με το λογότυπο του σχολείου σε διακριτό σημείο.

Στη μακρινή -αλλά μάλλον όχι και τόσο οπισθοδρομική- Αυστραλία, τα ιδιωτικά και καθολικά σχολεία εφαρμόζουν υποχρεωτική ομοιόμορφη ενδυμασία, όπως και πολλά δημόσια. Στο Μόντρεαλ του Καναδά επίσης. Στη μεταμοντέρνα κομμουνιστική Κίνα το ίδιο. Στην Κύπρο η οδηγία είναι σαφής: «Ο διδασκαλικός σύλλογος του δημοτικού σχολείου σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Γονέων/Κηδεμόνων και το Κεντρικό Μαθητικό Συμβούλιο αποφασίζουν το είδος της ενδυμασίας που θα φορούν οι μαθητές/μαθήτριες επιλέγοντας το είδος ή συνδυασμό που επιθυμούν από τα είδη μαθητικής ενδυμασίας που προτείνονται από το υπουργείο». Στη Γαλλία, ο κεντρώος Εμανουέλ Μακρόν σκέπτεται την επαναφορά της ομοιόμορφης ενδυμασίας στους μαθητές. Στην Αγγλία, αυτό εφαρμόζεται στην πλειονότητα των σχολείων – παρόλο που δεν είναι υποχρεωτικό από το κράτος.

Στις ΗΠΑ, η ενθάρρυνση και μόνο από τον φιλελεύθερο Μπιλ Κλίντον προς τα σχολεία να σκεφτούν την προοπτική της ομοιόμορφης ενδυμασίας έφερε αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα: τη σχολική χρονιά 1995-96, μόλις το 3% των δημόσιων σχολείων απαιτούσε κάτι τέτοιο από τους μαθητές και τις μαθήτριές του. Το 2011-12 το αντίστοιχο ποσοστό είχε φτάσει στο 20%.

Άρα, το πρώτο συμπέρασμα εξάγεται σχετικά εύκολα. Η ομοιόμορφη σχολική ενδυμασία όχι απλώς δεν έρχεται από το παρελθόν, αλλά εφαρμόζεται σε μια σειρά από χώρες σήμερα – προφανώς όχι σε όλες, ούτε καν στις περισσότερες. Πάμε, λοιπόν, στο δεύτερο και επίσης σημαντικό ερώτημα. Έχει αποτέλεσμα εκεί που εφαρμόζεται; Με βάση μια τελευταία επιστημονική έρευνα («Σχολική ενδυμασία και μαθητική συμπεριφορά» – Arya Ansari, Michael Shepard, Michael A. Gottfried), τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι θεαματικά, ωστόσο, υπάρχουν «κάποιες ενδείξεις ότι οι μαθητές από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα που φοιτούν σε σχολεία τα οποία απαιτούν στολές είχαν υψηλότερα ποσοστά παρακολούθησης των μαθημάτων από ό,τι οι μαθητές από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα σε σχολεία που δεν απαιτούν».

Οι λόγοι, όπως έχουν εξηγηθεί από ειδικούς, είναι ότι μειώνονται μέσα στο σχολικό περιβάλλον οι ανισότητες μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων μαθητών -σε μια ηλικία μάλιστα που τα παιδιά επηρεάζονται ίσως περισσότερο ψυχολογικά και συναισθηματικά-  και δημιουργείται εν γένει ένα πιο δομημένο και πειθαρχημένο περιβάλλον μάθησης. Αν, δε, αφήσετε παράμερα τις έρευνες και τις μελέτες και ρωτήσετε έναν γονιό μαθητή ιδιωτικού δημοτικού σχολείου στην Αττική, θα σας πει πιθανότατα ότι νιώθει ανακουφισμένος που δεν πρέπει να αγοράζει, τακτικά, νέα ρούχα για το παιδί του και να περνάει χρόνο κάθε πρωί για να διαλέξει τι θα φορέσει.

Φυσικά, το ζήτημα αυτό δεν είναι άσπρο-μαύρο – υπάρχει πληθώρα σοβαρών αντεπιχειρημάτων, από την ελεύθερη έκφραση (μέσα και από την επιλογή ρουχισμού) και την αυτόνομη προσωπικότητα κάθε μαθητή (που περνάει και από την ενδυμασία) μέχρι τα αμφισβητούμενα αποτελέσματα που η ομοιόμορφη ενδυμασία έχει στις σχολικές επιδόσεις. Η συζήτηση, ωστόσο, στη χώρα μας έκλεισε γρήγορα, κυρίως από τον φόβο όλων όσοι τυχόν έβλεπαν θετικά -έστω σε μία συζήτηση επί της αρχής- την ομοιόμορφη μαθητική ενδυμασία μήπως χαρακτηριστούν από οπισθοδρομικοί μέχρι ακροδεξιοί.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του προβλήματος, που ακουμπά, έστω και αν πολλές φορές δεν το αντιλαμβάνεται, και την κυβέρνηση: Μια μερίδα ανθρώπων, μικρή ή μεγάλη, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αναγκάζεται να αποσιωπά τις απόψεις της και να αισθάνεται ενοχικά για αυτές από τον φόβο της «ταμπέλας», της «ρετσινιάς». Όχι μόνο για τη λεγόμενη στολή στα σχολεία – αυτό μάλλον είναι το λιγότερο. Για πολλά μικρά και μεγάλα ζητήματα της καθημερινότητας και της ευρύτερης επικαιρότητας. Αυτή τη μερίδα κόσμου ίσως πρέπει να τη βάλει ξανά, μεθοδικά και προσεκτικά, η κυβέρνηση στο «ραντάρ» της. Και να δοκιμάσει κάποιες πολιτικές πρωτοβουλίες «μικρής κλίμακας, χαμηλού κόστους, κοινής λογικής, που μπορεί να έχουν απήχηση σε μια ευρεία γκάμα ψηφοφόρων», όπως έγραφαν κάποιοι Αμερικανοί αναλυτές για το «άνοιγμα» στη σχολική ενδυμασία που πραγματοποίησε τότε ο Μπιλ Κλίντον.