Έχουν πυκνώσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα σημαντικές επαφές και κινήσεις του πρωθυπουργού στη διεθνή σκακιέρα με την ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες. Και ενώ η πολύ κρίσιμη συζήτηση για την ευρωπαϊκή στάση στο Μεταναστευτικό απασχολεί ιδιαίτερα, ο κ. Μητσοτάκης αξιοποιεί τη συγκυρία για να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα και τη διεθνή πολιτική της χώρας στο πλαίσιο υπαρχουσών και εξελισσόμενων συμμαχιών. Είναι φανερό ότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και η ελληνική διπλωματία νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια και άνεση να κάνουν χειρισμούς και κινήσεις στο πλαίσιο των γενικών συμφωνιών και αποφάσεων της κεντρικής ευρωπαϊκής δομής παρά κατά μόνας σε διμερές επίπεδο.
Έτσι, ενώ βλέπουμε την ελληνική στάση να κυριαρχείται από δισταγμούς σε σχέση με τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και τη στήριξη του στενού περιφερειακού συμμάχου της χώρας, του Ισραήλ, δεν συμβαίνει το ίδιο για παράδειγμα με την ηγεσία της Ουκρανίας. Στην πρώτη περίπτωση το περιβάλλον είναι ομιχλώδες και ασταθές, με διάφορες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την αμερικανική στρατηγική να έχουν σαφήνεια αλλά όχι σταθερότητα στην υποστήριξη του Ισραήλ, η Ελλάδα δηλώνει ότι ακολουθεί μια στάση «αρχών» και ουσιαστικά τοποθετείται στο πλευρό της Ιερουσαλήμ, διατηρώντας ωστόσο αποστάσεις στο θέμα του Παλαιστινιακού αλλά και της δυναμικής κλιμάκωσης των συγκρούσεων με τη Χεζμπολάχ και το Ιράν. Είναι χαρακτηριστική της ελληνικής στάσης μία συνοπτική και επαναλαμβανόμενη δήλωση του πρωθυπουργού από τις Βρυξέλλες: «Αυτή τη στιγμή επιβάλλεται πρώτα και πάνω από όλα η αυτοσυγκράτηση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε χρόνο για να επαναφέρουμε στο τραπέζι τη μόνη πολιτική λύση η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει το δομικό πρόβλημα της Μέσης Ανατολής, που δεν είναι άλλο από τη δημιουργία δύο κρατών, τα οποία θα μπορούν να συνυπάρχουν σε ειρήνη».
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση μπορεί να στερείται ρεαλισμού, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη αν σταματήσουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και η Χαμάς, η Χεζμπολάχ, η Τεχεράνη και οι Χούθι στην Υεμένη βρουν τον χρόνο και την ευκαιρία να αναδιοργανωθούν και να επιτεθούν με καλύτερη οργάνωση στο Ισραήλ, αλλά συνάδει τόσο με την αμερικανική προσέγγιση της προεδρίας Μπάιντεν όσο και με τη θέση των περισσότερων και κυριότερων ευρωπαϊκών χωρών του πυρήνα. Με τον τρόπο αυτόν η Ελλάδα νιώθει προστατευμένη απέναντι στο εκρηκτικό και πολυδαίδαλο παζλ της Δυτικής Ασίας, χωρίς να αρνείται τις όποιες διακριτικές διευκολύνσεις στα όρια των δυνατοτήτων της που ζητούνται από το Ισραήλ.
Παράλληλα ο πρωθυπουργός με την ευκαιρία της Συνόδου ΕΕ – αραβικών ηγεσιών είχε σειρά διμερών επαφών με τον Μπιν Σαλμάν του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, τον εμίρη του Κατάρ, Αλ Θάνι, τον πρωθυπουργό του Κουβέιτ, σεΐχη Αλ Σαμπάχ, τον αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ομάν για τις διεθνείς υποθέσεις, Ασάντ μπιν Ταρίκ. Ουσιαστικά ο κ. Μητσοτάκης ενισχύει την επαφή με την ηγεσία των Αράβων που εμπλέκονται στις «συμφωνίες του Αβραάμ».
Η Ελλάδα με τον τρόπο αυτόν, με τους Αμερικανούς να έχουν αρχίσει σε κάποιες πολιτείες να ψηφίζουν και τους Ευρωπαίους να ολοκληρώνουν τις διαδικασίες τους για την εκλογή της νέας ηγεσίας τους, δηλώνει παρούσα στις εξελίξεις στην Ανατολή.
Πολύ πιο άνετα δείχνει ότι νιώθει ο πρωθυπουργός και η ελληνική διπλωματία στο μέτωπο της Ουκρανίας που οδεύει προς τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων και την αφετηρία διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία. Η συνάντηση με τον Ζελένσκι και η διμερής συμφωνία Ελλάδας – Ουκρανίας για την ασφάλεια και την ανοικοδόμηση της χώρας, με έμφαση στον τομέα της Οδησσού για την Ελλάδα, το 21ο κατά σειρά μέλος της ΕΕ που υπογράφει τέτοια συμφωνία, δίνει τις προδιαγραφές της συνεργασίας, πολιτικής και επιχειρηματικής, την πρώτη ημέρα της Δυτικής Ουκρανίας. Με τις συνολικές κινήσεις του ο κ. Μητσοτάκης προετοιμάζει τελικά την επιστροφή της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα με ορίζοντα το επερχόμενο 2025.