Τα κόμματα στη στρατηγική τους κινούνται στη βάση της πόλωσης. Η αντιπαράθεση εξελίσσεται σε υψηλούς τόνους και απλοϊκές εκφράσεις για τα θέματα καθημερινότητας. Με τη μεθοδολογία αυτή και πάντα στον άξονα της εκλογικής συσπείρωσης, αποφεύγουν τις σύνθετες συζητήσεις και, όταν βρίσκονται στη διακυβέρνηση, προσπαθούν να πείσουν ότι όλα πηγαίνουν καλά ή καλύτερα από τους προηγούμενους, ενώ, όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, ότι όλα κινούνται σε ένα περιβάλλον καταστροφής και απαξίας. Στο Κοινοβούλιο συμμετέχουν και τα κόμματα παρέμβασης -όπως συνήθως ονομάζονται-, τα οποία, σε μια μάλλον μηδενιστική λογική, επιτίθενται στο πολιτικό σύστημα ή το σύστημα διακυβέρνησης συνολικά και δομικά.
Στην παρούσα φάση οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι αξιοσημείωτες και μάλλον εξαιρετικές. Ο χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές ξεπερνά τη διετία. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι αυτοδύναμη και με άνεση εδρών πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης είναι στην κυριολεξία ηγετικός ως προς τη θέση του, τόσο στο κόμμα όσο και προπάντων στη διακυβέρνηση. Βρισκόμαστε στην περίπτωση που, αν ο κ. Μητσοτάκης για κάποιους εκτός λογικής ή απρόβλεπτους λόγους, παραιτείτο από την πρωθυπουργία, η Ελλάδα θα είχε σημαντικότατο έλλειμμα ηγεσίας στην διακυβέρνηση. Όσο για το κόμμα, θα χωριζόταν σε φατρίες και ομάδες που θα επιβάρυναν με τις επιμέρους επιλογές τους και τα παίγνια ηγεσίας τη σοβαρότητα και τη σταθερότητα της πλειοψηφίας.
Από την άλλη πλευρά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, κυριολεκτικά διαλύεται. Το πόσα κόμματα θα γίνει ή ποιοι θα είναι οι συσχετισμοί σε αυτά αποτελεί ερώτημα για το εγγύς μέλλον. Το δεύτερο σε κοινοβουλευτικές έδρες στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, αφού έλυσε το πρόβλημα ηγεσίας του, τώρα καλείται να βρει την οργανωτική και πολιτική δυναμική που θα το φέρει σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης επί της ουσίας και όχι μόνον ευκαιριακά και λογιστικά, ως αντανάκλαση της διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ. Με λίγα λόγια το ΠΑΣΟΚ έχει επαρκή χρόνο μέχρι την επόμενη προεκλογική περίοδο να αποδείξει ότι μπορεί να μιλήσει για σοβαρές πολιτικές και στρατηγικές για την αναβάθμιση της χώρας και όχι να συνεχίσει να εξελίσσει μηδενιστικές, εύκολες πολιτικές απέναντι στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη με την εμμονική στάση του «όχι σε όλα».
Υπάρχει επίσης μια πανσπερμία κομμάτων στην Αριστερά και τη Δεξιά πτέρυγα του Κοινοβουλίου που απλώς θα πρέπει να δείξουν και προπάντων να πείσουν ότι αποτελούν πολιτικούς οργανισμούς και όχι μορφώματα-εργαλεία για το πινγκ-πονγκ των βαριεστημένων των κοινωνικών δικτύων που αναζητούν εναγωνίως οχλοκρατία.
Το πολιτικό περιβάλλον υπό την έννοια αυτή δεν επιτρέπει πόλωση. Όποιο από τα κόμματα, ακόμη και το κυβερνητικό, καταφύγει στις «εύκολες λύσεις» της αντιπαράθεσης με συνθήματα και σλόγκαν θα χάσει. Όχι πλέον στο παρόν του, αλλά σε σχέση με την προοπτική του. Η κυβέρνηση, και απολύτως ορθά το θέτει ο πρωθυπουργός, δεν έχει περιθώρια για αλαζονεία και περιφρόνηση προς τους πολιτικούς της αντιπάλους. Γιατί απέναντί της έχει τα προβλήματα και τις εμπλοκές που θα φέρει στον διεθνή αλλά και τον εσωτερικό περίγυρο η πολύ απρόβλεπτη και τελικά προκλητική ως προς τις συνθήκες και τις εξελίξεις επόμενη διετία.
Από την άλλη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν κουράσει με την κενότητα των λόγων και το αναμενόμενο των στρατηγικών τους, μένοντας μονίμως με το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν ή και το βαθύ παρελθόν, μην μπορώντας τα ηγετικά τους στελέχη ούτε να δουν τις ανάγκες και τις ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν.
Στην διαδρομή για το 2027, που δεν υπάρχουν εκλογές παρά μόνον η επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και δημοσκοπήσεις, όλα θα κριθούν πολιτικά στη σοβαρότητα και τη συγκρότηση και όχι στη συνήθη πόλωση. Ασυνήθιστη ατμόσφαιρα για την ελληνική πολιτική…