Ο διάλογος χρειάζεται δύο

Μη ρεαλιστική η αισιοδοξία της Αθήνας στα ελληνοτουρκικά. Τα πράγματα στη γειτονική χώρα παραμένουν στην εποχή του Κεμάλ και των γενοκτονιών των μειονοτήτων
14:05 - 11 Οκτώβριος 2024

Μπορεί στην Αθήνα, στους κύκλους της διπλωματίας αλλά και σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο να επικρατεί αισιοδοξία για τον διάλογο με την Τουρκία, αλλά αυτή η προδιάθεση δεν δείχνει ρεαλιστική, αν παρακολουθήσουμε την τακτική της Άγκυρας. Όχι μόνον στα θέματα αιχμής και του «κλειστού πυρήνα» των αντιθέσεων, όπως το Αιγαίο και η οριοθέτηση των ΑΟΖ ή το Κυπριακό, αλλά και σε αυτά που θεωρούνται περιφερειακά. Όπως -για παράδειγμα- η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, από όπου προέρχονται οι ιερείς και οι αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.

Παρά την αισιοδοξία που έχει εκφράσει τον τελευταίο καιρό το Φανάρι για τις συζητήσεις που εξελίσσονται με το υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει η θεολογική σχολή, οι κινήσεις, οι επιλογές και οι διακηρύξεις θέσεων των Τούρκων και σε επίπεδο Ερντογάν κάθε άλλο παρά δικαιολογούν αυτή την αισιοδοξία. Εκτός αν δεχθούμε ότι η επαναλειτουργία της σχολής θα σημάνει ως ισοδύναμο τετελεσμένο την αναγνώριση της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη ως «τουρκικής». Μια πάγια θέση και επιπλέον διεκδίκηση της Τουρκίας, που φυσικά δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα στη Συνθήκη της Λοζάνης και δεν συνάδει με τη λειτουργία του ελληνικού κράτους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Ερντογάν υποδέχθηκε στο παλάτι του στην Άγκυρα με κάθε επισημότητα τη «Συμβουλευτική Επιτροπή της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτ. Θράκης», με επικεφαλής τους δυο μη αναγνωρισμένους μουφτήδες και στελέχη του τουρκικού προξενείου εκεί, που σίγουρα δεν έχουν εποικοδομητικό ρόλο στις σχέσεις των δυο χωρών, εκτελώντας εντολές της Άγκυρας και των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας. Στη συνάντηση αυτή, που δεν είχε πολλά μυστικά και αιφνιδιασμούς, επανελήφθησαν οι συνήθεις θέσεις και αξιώσεις της Τουρκίας να αναγνωρισθεί επισήμως η μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας ως «τουρκική», να εκλέγουν αυτοί τους μουφτήδες και όχι το ελληνικό κράτος, να έχουν τα μειονοτικά σχολεία βιβλία επιλογής της Άγκυρας και ούτω καθεξής.

Όλα αυτά δεν προδιαθέτουν για θετικό προσανατολισμό στις συζητήσεις των δυο χωρών ή ότι θα βρεθεί η «χρυσή τομή» σε κρίσιμα ζητήματα της διμερούς διαφοράς που θα είχε αποτέλεσμα μια επόμενη περίοδο σταθερότητας και ευημερίας στη γεωπολιτική περιοχή. Πέραν αυτού όμως, οι χειρισμοί που ακολουθούνται από την τουρκική ηγεσία στο θέμα της Χάλκης, όπως πριν, με τη λειτουργία του ναού της Αγ. Σοφίας, δείχνουν ότι η ισλαμική Τουρκία δεν νιώθει την ανάγκη κάποια διεθνή ζητήματα πολιτισμού και σεβασμού στις άλλες θρησκείες να τα αποδεχθεί ως τέτοια. Ο οικουμενικός χαρακτήρας του Πατριαρχείου των Ορθοδόξων με έδρα την Κωνσταντινούπολη, εφόσον γινόταν σεβαστός από την τουρκική πολιτεία, θα μπορούσε να προβληθεί ως επιχείρημα γοήτρου για την Άγκυρα. Όμως τα πράγματα στη γειτονική χώρα παραμένουν στην εποχή του Κεμάλ και των γενοκτονιών των μειονοτήτων.

Με βάση τέτοιου τύπου διαπιστώσεις, μοιάζει παράταιρη η αισιοδοξία τόσο του Φαναρίου όσο και της Αθήνας αλλά και κύκλων της Ουάσιγκτον ότι μπορεί με συνομιλίες να προκύψει μια διαφορετική ιστορική περίοδος για τη σχέση Ελλάδας – Τουρκίας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και πέραν αυτού. Επίσης μοιάζουν χωρίς λόγο οι πρωτοβουλίες Ελλήνων ιεραρχών να λαμβάνουν την τουρκική υπηκοότητα και τα σχετικά διαβατήρια, για να υπάρχει επόμενη ημέρα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Η προοπτική αυτού που δεν είναι το Πατριαρχείο των Ρωμιών, όπως διαλαλούν για αιώνες οι Τούρκοι, αλλά το Οικουμενικό των Ορθοδόξων Χριστιανών, δεν είναι ελληνική υπόθεση ούτε θα γίνει με την «κλειστή έννοια» τέτοια. Άρα από την αφετηρία δεν υπάρχει συζήτηση για ανταλλάγματα σε επίπεδο Θράκης και Ελλήνων μουσουλμάνων, τους περισσότερους εκ των οποίων τρομάζει η Τουρκία.