Σύνδρομο αστακομακαρονάδας και διακοπές για τους Έλληνες

Η χώρα μας επιχειρεί την αναδόμησή της, ο λαός όμως και φυσικά η ηγεσία του δεν δείχνουν να έχουν διαφύγει από το παρελθόν τους
17:57 - 12 Αύγουστος 2024

Η Ελλάδα είναι μια ακριβή χώρα. Όχι μόνον για τους Έλληνες αλλά και για τους ξένους που θέλουν να την επισκεφθούν. Πολύ περισσότερο το καλοκαίρι, και ειδικά στα νησιά. Όχι όλα τα νησιά, αλλά εκείνα που έχουν πολυδιαφημιστεί και ικανοποιούν ως προορισμοί τα συμπλέγματα κατωτερότητας και ματαιοδοξίας που καταδιώκουν για δεκαετίες μεταπολεμικά τους ίδιους τους Έλληνες. Η Ελλάδα κανονικά είναι ένα φυσικό σύμπλεγμα για να ζήσεις τουριστικά, σαν τεχνολογικός «νομάς» ή και μόνιμα, απολαμβάνοντας και τις τέσσερις εποχές σε διαφορετικούς προορισμούς. Ουσιαστικά η Ελλάδα αποτελεί έναν «κήπο της Εδέμ» στη Μεσόγειο και τη νότια Ευρώπη, με τους χειρότερους διαχειριστές και ιδιοκτήτες: τους Έλληνες.

Το πρόβλημα που έχουμε στις τελευταίες δεκαετίες, που οι πόλεμοι, η πείνα, οι διωγμοί, η προσφυγιά, η πρωτογενής καχεξία στην παραγωγή και τις υποδομές δεν αποτελούν μέρος του εφιάλτη μας, όπως στις παλαιότερες γενιές, είναι ότι στην πλειοψηφία μας, στη συντριπτική πλειοψηφία, κάτι σαν μαζική κουλτούρα, είμαστε απολύτως αμόρφωτοι και συμπλεγματικοί. Αμόρφωτοι, γιατί στην Ελλάδα πέραν του καταναλωτισμού δεν υπάρχει κουλτούρα. Συμπλεγματικοί, γιατί μας κατατρέχουν τα σύνδρομα της ματαιοδοξίας, της επίδειξης, του άκριτου μοντερνισμού και προπάντων της απαξίας του βάθους του ίδιου του πολιτισμού του οποίου είμαστε θεματοφύλακες και κληρονόμοι.

Στην παρούσα φάση, και δικαιολογημένα, γίνεται μια ευρεία συζήτηση για το κατά πόσον μπορούμε να πάμε διακοπές, πόσο αυτές κοστίζουν, την ακρίβεια που σκιάζει τα πάντα και ειδικά τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, αφού το καρτέλ της ακτοπλοΐας στη χώρα μας αποφάσισε να κερδοσκοπήσει χωρίς όρια και δεν βρέθηκε κάποιος να ανασχέσει αυτή τη διάθεση. Είναι μια εύλογη εκ πρώτης όψεως συζήτηση, που μάλιστα σε μια χώρα που την ανάπτυξη του ΑΕΠ της το βασίζει στην τουρισμό, όπως και την ευημερία τοπικών κοινωνιών και διευρυμένων επαγγελματικών και κοινωνικών ομάδων, αποκτά πρωταρχική σημασία.

Όμως οι παρούσες συνθήκες, αντί για μιζέρια, θα πρέπει να μας οδηγήσουν και σε άλλες σκέψεις. Να θυμηθούμε ότι προ εικοσαετίας, οι τότε προβεβλημένοι του lifestyle και των επιχειρήσεων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία «αρπακτικά»-αυτοδημιούργητοι που με διάφορους έκνομους ή και νομότυπους τρόπους είχαν δημιουργήσει ιδιωτικές περιουσίες, μέσω διαπλοκής και διαφθοράς, είχαν ένα και μόνο παράπονο που προέβαλλαν: Γιατί ήταν τόσο φτηνές οι ξαπλώστρες στις παραλίες αλλά και εφικτή η πρόσβαση σε «hot» προορισμούς, ώστε να προκύπτει μαζική είσοδος από την κοινωνική «πλέμπα», που ενοχλούσε τον νεότευκτο ελιτισμό τους. Ήταν η εποχή όπου το σύνδρομο της αστακομακαρανόδας και η trash επίδειξη πλούτου κυριάρχησε ως μόνη αξία έναντι όλων. Η Ελλάδα των κερδοσκόπων ξάπλωσε τη ματαιότητα και την κενότητά της στις παραλίες, ενώ ταυτόχρονα η ματαιότητα των κάμπων και των αγροτεμαχίων ξόδευε τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις σε ακριβά αυτοκίνητα και γλέντια στα ξενυχτάδικα. Ήταν τότε που η Ελλάδα γέμισε με βίλες και σκάφη πολυτελείας.

Υστέρα ήρθε η χρεοκοπία και η καταστροφή, από την οποία διέφυγαν λίγοι και ως επί το πλείστον από αυτούς που δεν ήταν στην τάξη των «αρπακτικών» και των «τσιφλικάδων». Οι μύθοι γκρέμισαν, μαζί με τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές, και τις αυτοκρατορίες της ματαιοδοξίας. Σήμερα η Ελλάδα επιχειρεί την αναδόμησή της. Δεν δείχνει όμως να έχει διαφύγει ο λαός της, και φυσικά η ηγεσία της, από το σύνδρομο της αστακομακαρανάδας. Δεν έφθασε καν στο σημείο να αναλογισθεί ότι η αστακομακαρανόδα και η πεσκανδρίτσα ήταν το φαγητό των πολυμελών οικογενειών των φτωχών ψαράδων, για να γεμίσουν το στομάχι τους. Ακόμη και σε αυτό οι Νεοέλληνες σελέμπριτι έκλεψαν τη γεύση και ισχυρίστηκαν ότι την ανακάλυψαν…