Η μεσογειακή πολιτική μας έχασε τη δυναμική της!

20:03 - 8 Αύγουστος 2024

Την ώρα που ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χ. Φιντάν, εξέλισσε την επίσκεψή του και τις επίμονες διπλωματικές επαφές του στο Κάιρο, η Αθήνα για μία ακόμη φορά εκδήλωνε τη νευρικότητα και την ανησυχία της για τυχόν βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις Τουρκίας – Αιγύπτου. Έκδηλο αυτό το κλίμα από το διαδικτυακό μήνυμα του σημερινού υπουργού Αμύνης και πρώην Εξωτερικών κ. Δένδια, που υπενθύμισε την προ τετραετίας, επί των ημερών του, συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για τις ΑΟΖ και την οικονομική συνεργασία. Το μήνυμα από μόνο του δεν είναι λάθος, ούτε μπορεί να λογίζεται ως λάθος. Αλλά ας δούμε τη συγκυρία και τι προηγήθηκε αυτής από την πλευρά της δικής μας εξωτερικής-διεθνούς πολιτικής τα τελευταία χρόνια.

Η συγκυρία χαρακτηρίζεται από κάτι θετικές δηλώσεις από το Κάιρο, όπου συναντήθηκαν οι διπλωματικές αποστολές Τουρκίας και Αιγύπτου και ανακοίνωσαν τη σύμπτωση των απόψεών τους για μια κατάσταση σχετικής ευταξίας στη Λιβύη ή για τον προγραμματισμό μιας πρώτης συνεδρίασης Στρατηγικού Συμβουλίου Υψηλού Επιπέδου μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας. Τι δηλαδή, κάτι σαν αυτά που πανηγυρίζονται στην Αθήνα συχνά πυκνά και εξελίσσονται κάθε τόσο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ταυτόχρονα ο πονηρός αλλά και εξαιρετικά ικανός Φιντάν κάνει δηλώσεις από το Κάιρο για τον τομέα ενέργειας, σημειώνοντας εμφατικά: «Θεωρούμε την Αίγυπτο μακροπρόθεσμο αξιόπιστο εταίρο στον τομέα της ενέργειας. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε τις δυνατότητές μας σε αυτόν τον τομέα, ιδίως το υγροποιημένο φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια».

Οι δηλώσεις αυτές έρχονται λίγες εβδομάδες μετά τα γεγονότα στην Κάσο, όταν η Τουρκία με την παρουσία μέρους του πολεμικού της στόλου στο θαλάσσιο πέρασμα με την Κάρπαθο κατόρθωσε να ανακόψει τις προγραμματισμένες αλλά και συμβατικά κατοχυρωμένες ενέργειες προετοιμασίας ιταλικού σκάφους για το καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέσει την Ελλάδα με την Κύπρο και το Ισραήλ. Μια πολύ κρίσιμη υποδομή μεταφοράς «πράσινου ηλεκτρισμού» από την Ασία στην Ευρώπη και ανάστροφα. Μια σημαντική οικονομική και στρατηγική επένδυση. Αν μιλήσουμε με όρους κλασικής εξωτερικής πολιτικής, οι χειρισμοί που ακολουθήθηκαν από την Αθήνα θυμίζουν την πρακτική των Ιμίων. Μια κάθε άλλο παρά επιτυχημένη και παραγωγική διαχείριση κρίσης. Ουσιαστικά αποχώρησε το ιταλικό πλοίο χωρίς να ολοκληρώσει τη δουλειά του σε αυτήν τη φάση και στη συνέχεια αποχώρησαν τα πολεμικά πλοία της Τουρκίας από τη θαλάσσια περιοχή, που δεν τολμά η Ελλάδα να διασφαλίσει συμβατικά και επιβουλεύεται η Τουρκία με κινήσεις υπεροψίας. Αν δούμε την υπόθεση με σύγχρονη γεωπολιτική και γεωοικονομική οπτική, η Ελλάδα αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι μια «δειλή» δύναμη που αδυνατεί να διασφαλίσει τα δυτικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα που έχουν επενδυθεί. Εν ολίγοις ποιος κάνει κουμάντο στην ευρύτερη περιοχή διά της ισχύος; Η Τουρκία και μόνον!

Εξάλλου η Ελλάδα με την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί δείχνει μονοδιάστατα επικεντρωμένη στη διασφάλιση ενός κλίματος ύφεσης με την Τουρκία, με κάθε κόστος σε βάρος των εθνικών της συμφερόντων, έχοντας περιθωριοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις και τη συνεργασία της με τους μεσόγειους εταίρους της στη βάση της στρατηγικής των «συμφωνιών του Αβραάμ», της συμμαχίας 3+1 και όχι μόνον.

Αυτά δεν συμβαίνουν σήμερα αλλά την τελευταία διετία, που έχει μεγάλη διαφορά με την προηγούμενη τριετία και την τότε διεθνή πολιτική της χώρας, παρά το γεγονός ότι έχουμε τον ίδιο πρωθυπουργό και την ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μπορεί να φταίει η κλιμάκωση της έντασης στην Ανατολή, αλλά προκύπτει ένα ερώτημα. Ποιος ή ποιοι εγκλώβισαν ή έσυραν τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη σε αυτήν τη μετάλλαξη της διεθνούς πολιτικής μας και ποιο το «καρότο» που του παρουσίασαν ως «μοναδική ευκαιρία»;