Το όραμα μιας παραγωγικής Ελλάδας είναι επείγον

Η πορεία ανάκαμψης είναι βασισμένη και στις ξένες επενδύσεις, στο real estate, στον τουρισμό και στην «πράσινη μετάβαση»
16:40 - 20 Ιούνιος 2024

Στην αρχική δήλωσή του αμέσως μετά την εκλογή του στην προεδρία του ΣΕΒ ο κ. Σπ. Θεοδωρόπουλος προχώρησε σε μια υπενθύμιση-υπογράμμιση που δεν θα πρέπει να αγνοείται ή να ξεχασθεί. «Η Ελλάδα ζει με 75% του ΑΕΠ κατανάλωση και 25% παραγωγή, κάτι παράδοξο με δεδομένο ότι δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερο από αυτά που παράγουμε, τουλάχιστον για πολλά χρόνια ακόμη», αφήνοντας σαφές υπονοούμενο για το ορόσημο του 2032.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη πριν ακόμη βρεθεί στην αφετηρία το 2019 είχε μία πρόβλεψη και έναν λειτουργικό δημοσιονομικό στόχο να πετύχει. Την καλή σχέση χρέους με ΑΕΠ. Τον στόχο αυτόν, που αποτελεί συνισταμένη των οικονομικών πολιτικών της, τον εξυπηρετεί κατά γενική ομολογία, πετυχαίνοντας μάλιστα ακόμη και την περυσινή δύσκολη χρονιά για την Ευρώπη πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,7%. Αυτό το πεδίο δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, από τους επενδυτές αλλά και τις δομές της Ευρωζώνης. Είχαμε μια συνεχή αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της χώρας παρά τις διαδοχικές κρίσεις που χαρακτήρισαν την πορεία από το 2019 μέχρι και σήμερα. Αρχικά με την ένταση διαρκείας με την Τουρκία και το Μεταναστευτικό, στη συνέχεια με την πανδημία και στην κορύφωση την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τις δυτικές κυρώσεις που τη συνόδευσαν, προκαλώντας ενεργειακή δομική κρίση στην Ευρώπη και τελικά τη σύγκρουση στη Γάζα του Ισραήλ με τη Χαμάς, που πέραν των άλλων δημιουργεί πρόβλημα στις διαμετακομιστικές αλυσίδες εξαιτίας των επιθέσεων των Χούθι στα εμπορικά πλοία που διέρχονται την Ερυθρά Θάλασσα.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πετύχει να προωθήσει επαρκώς και τους επιμέρους στόχους που είχαν τεθεί. Για παράδειγμα του επανεξοπλισμού της Ελλάδας στο στρατιωτικό και το πολιτικό επίπεδο, της αύξησης των κατώτερων εισοδημάτων με ταυτόχρονη μείωση της άμεσης φορολογίας, του εκσυγχρονισμού και της ψηφιοποίησης του κράτους. Η διακυβέρνηση αυτή βρίσκεται στον πέμπτο χρόνο αρμοδιότητάς της, έχοντας διασφαλισμένα μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας τρία επιπλέον χρόνια διακυβέρνησης.

Η μέχρι τώρα πορεία έχει φέρει ενθάρρυνση σε πολλά επίπεδα και ανυπομονησία σε άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση οι διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες που μεταλλάσσονται δημιουργούν πιο επιθετικά δεδομένα, σε σχέση με την αποφασισμένη, λειτουργικού μοντέλου διακυβέρνηση της Κεντροδεξιάς.

Αν μείνουμε στις αρχικές δηλώσεις του κ. Θεοδωρόπουλου, από την πλευρά του ΣΕΒ οι βιομήχανοι θέτουν ζήτημα ενθάρρυνσης της εθνικής ανασυγκρότησης. Ζητούν δηλαδή πέραν των τομέων των logistics και των data centers να υποστηριχθεί με κεντρικές πολιτικές και συντονισμό, μέσω ενδεχομένως και υπουργείου Βιομηχανίας, πλαίσιο επενδύσεων στη βιομηχανία. Προβάλλουν μάλιστα το ζήτημα ότι δεν μπορούν να γίνουν εγχώριες και ξένες επενδύσεις, γιατί δεν υπάρχουν βιομηχανικές ζώνες ή δεν μπορούν να εκδοθούν άδειες για βιομηχανικά συγκροτήματα. Η πορεία ανάκαμψης της Ελλάδας είναι βασισμένη και στις ξένες επενδύσεις, στο real estate, στον τουρισμό και στην «πράσινη μετάβαση».

Είμαστε δηλαδή ως χώρα παραμένοντες σε ένα μοντέλο ανάπτυξης και παραγωγής που δεν δίνει εγγυήσεις για θεαματική αύξηση του ΑΕΠ, που παραμένει αναιμικό και στηριγμένο στην κατανάλωση.

Η χώρα αποκτά Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο με το νέο νομοσχέδιο Χατζηδάκη και το τραπεζικό της σύστημα έχει απαλλαγεί από τη «θηλιά» των «κόκκινων» δανείων. Δεν φθάνουν όμως αυτά. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, η διακυβέρνηση του οποίου αποτελεί προνόμιο για τη χώρα, θα πρέπει να δοκιμάσει παραπέρα. Να επαναδιατυπώσει μια πιο επιθετική στρατηγική, συζητώντας με τις επιχειρήσεις και τους εφοπλιστές, δημιουργώντας task force στο Μαξίμου για παραγωγή πλούτου, δημόσιου και ιδιωτικού, συμπεριλαμβάνοντας και τον πρωτογενή τομέα με έμφαση στην περιφέρεια της επικράτειας. Είναι εμφανώς απαραίτητη η αναβάθμιση της κεντρικής στρατηγικής της διακυβέρνησης μέχρι τη ΔΕΘ.