Η χθεσινή ήταν μία σημαντική μέρα για τον Ελληνισμό συνολικά. Η Κυπριακή Δημοκρατία αναμένετο να ξεκινήσει με τις ΗΠΑ στρατηγικό διάλογο στο πλαίσιο συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας ανάλογης με αυτή που έχει υπογράψει η Ελλάδα με την υπερδύναμη.
Ελάχιστα χρόνια πριν μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν αδιανόητη. Και όμως η Ουάσινγκτον έχει άρει το εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία και μάλιστα από ετήσια ανανέωση της άρσης προχώρησε σε πενταετή, δείγμα της μακροχρόνιας στρατηγικής επένδυσης στην οποία προχωρά στο δεύτερο ελληνικό κράτος στην περιοχή.
Καθίσταται όλο και πιο εμφανές ότι οι Αμερικανοί επενδύουν γεωπολιτικά στον ελληνικό παράγοντα συνολικά και στις δύο κρατικές εκφάνσεις του, ενισχύοντας τη θέση τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό έχει φανεί εδώ και πολύ καιρό με τη συμμετοχή των ΗΠΑ στην τριμερή συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, η οποία εξελίχθηκε σε 3+1.
Η ολοένα και πιο προβληματική σχέση των Αμερικανών με την Τουρκία τούς οδήγησε ήδη από την εποχή Ομπάμα, διότι από τότε είχαν φανεί τα προβλήματα που θα οδηγούσαν στα όρια της ρήξης, ειδικά όμως μετά το 2016 και την απόπειρα πραξικοπήματος, να οικοδομήσουν εναλλακτικές και να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Τουρκία. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να την παραδώσουν ολοκληρωτικά στο ευρασιατικό στρατόπεδο, στη Ρωσία και στην Κίνα, αλλά αυτό πλέον εξαρτάται όλο και λιγότερο από το τι θέλουν οι Αμερικανοί.
Η Τουρκία έχει πάρει τις αποφάσεις της. Έχει κατορθώσει να επιβάλει την αυτονόμησή της και επιχειρεί να επιδώσει μία a la carte σχέση με τη Δύση στον βαθμό και στα πεδία που την εξυπηρετούν. Αυτό έχει ημερομηνία λήξης. Η μείωση της εξάρτησης των Αμερικανών από την Τουρκία και τους εκβιασμούς της αποτυπώνεται όλο και πιο ευκρινώς στον χάρτη, όπως με το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, την ενίσχυση της βάσης της Σούδας, τη στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Πολύ περισσότερο που οι δύο άλλοι πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, έχουν ο καθένας τα δικά του προβλήματα, τα οποία δεν πρόκειται να τελειώσουν σύντομα. Αυτό αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τη στρατηγική αξία της Ελλάδας και της Κύπρου.
Εναπόκειται πλέον σε εμάς να αξιοποιήσουμε στο έπακρον αυτό το γεωπολιτικό παράθυρο που ανοίγει, εγκαταλείποντας τις φοβίες, τις αγκυλώσεις και την παρωχημένη αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής. Ένας νέος στρατηγικός ορίζοντας ανοίγει για τον Ελληνισμό, όχι εύκολος αλλά ο καλύτερος που θα μπορούσε να μας δοθεί ως προοπτική.