Η «πράσινη ατζέντα» δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός

Η Ελλάδα στη στρατηγική της θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην «μπλε οικονομία», που θα ήταν δεδομένα αναπτυξιακή
16:43 - 30 Μαΐου 2024

Οι τοποθετήσεις του υπουργού Οικονομικών, Κ. Χατζηδάκη, στο ετήσιο συνέδριο της Capital Link, Sustainability Forum, που αφορά ουσιαστικά τις επενδύσεις, είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον και θα έπρεπε να δημιουργήσουν έναν γενικότερο προβληματισμό. Όχι γιατί αιφνιδίασαν, αλλά γιατί είναι πολύ ξεκάθαρες ως προς έναν στόχο: το να υπάρξουν επενδύσεις 192 δισ. ευρώ, όσο περίπου ένα ετήσιο ΑΕΠ της χώρας, μέχρι το 2030, για να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος της «πράσινης μετάβασης», όπως προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Όλο αυτό το πλέγμα δαπανών και «βιώσιμων» επενδύσεων -όπως χαρακτηρίζονται και από την ΕΕ- στηρίζουν την «πράσινη ατζέντα», απορροφώντας σχεδόν ολοκληρωτικά τον εγχώριο τραπεζικό δανεισμό και εξελίσσοντας την -με πολλά δομικά ζητήματα στην επιχειρηματικότητα και την παραγωγή- μεταμνημονιακή Ελλάδα σε μια και μόνη κατεύθυνση: τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα.

Η όλη αυτή στρατηγική αφήνει απέξω το σύνολο σχεδόν των 800.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, του 99,6% δηλαδή του συνόλου των επιχειρήσεων, όπως σημείωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, στο ίδιο συνέδριο, οι οποίες ταυτόχρονα είναι και εκτός τραπεζικού δανεισμού, γιατί φοβίζουν τους τραπεζίτες ως προς το ρίσκο δανεισμού τους. Οι περισσότερες άλλωστε από αυτές είναι και εκτός του πλαισίου αξιοποίησης κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης ή των ΕΣΠΑ λόγω του μικρού τους όγκου για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αλλά και της περίτεχνης γραφειοκρατικής και τεχνικής διαδικασίας ένταξης σε αυτά. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια επιχειρηματικότητα της τάξης του 0,4% του συνολικού επιχειρείν μιας χώρας με ΑΕΠ της τάξης των 210-230 δισ. ευρώ, μιας «ευρωπαϊκής κωμόπολης» κατά κάποιαν έννοια, αν το ζήτημα δεν ήταν ακόμη πιο περίπλοκο. Πρώτον, το ΕΣΕΚ, που αποτελεί τον στρατηγικό στόχο, είναι με παλιές παραδοχές από το 2018-2020, με τα δεδομένα για την «πράσινη ατζέντα» να αλλάζουν όχι μόνον για την Ελλάδα αλλά για την Ευρώπη, άρα όλα αυτά τα κονδύλια και οι επενδύσεις ουσιαστικά κινδυνεύουν να «πεταχθούν από το παράθυρο» με τα δεδομένα του 2030-2035. Και το ερώτημα είναι: Οι επενδύσεις γίνονται μονομερώς σε ΑΠΕ χωρίς επαρκές δίκτυο ή σε υποδομές για τη χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, που ήδη οι κεντρικές ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν καταλήξει ότι δεν ήταν επιτυχημένη ιδέα; Προβλέπεται η επερχόμενη εποχή του υδρογόνου ή των μικρών πυρηνικών πηγών ενέργειας και αυτές οι μορφές, που θα δεσπόζουν μετά το 2030, έχουν υπολογισθεί στην κεντρική στρατηγική των επενδύσεων;

Πέραν αυτών και με δεδομένο ότι το σύνολο των επενδυτικών και τραπεζικών πόρων αφορά ένα μέρος της οικονομίας, αφήνοντας έξω το κύριο μέρος της εγχώριας επιχειρηματικότητας, πώς θα διαμορφωθεί σε επίπεδο παραγωγικής βάσης το κύριο μέρος της οικονομίας; Πώς δηλαδή δεν θα εξοκείλει στρατηγικά η χώρα, όπως συνέβη και στο παρελθόν, όχι πλέον στη βάση των υπερβάσεων χρέους και λαϊκίστικων δαπανών, αλλά εξαιτίας της χίμαιρας των ευρωπαϊκών παραπλανητικών στοχεύσεων; Στη βάση μάλιστα των δεδομένων της παρούσας αμήχανης Ευρώπης, που δεν γνωρίζει σε κεντρικό επίπεδο πώς θα εναρμονίσει την «πράσινη ατζέντα» με την αναδυόμενη πολεμική οικονομία, πώς η μάλλον mainstream ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών θα αντιμετωπίσουν στρατηγικά την πρόκληση από το μέλλον; Σημειωτέον, ότι η πρόεδρος της Ένωσης Εφοπλιστών, Μελίνα Τραυλού, σε πρόσφατες συνεδριακές τοποθετήσεις της σημείωσε για την ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία ότι αποτελεί το 60% της ευρωπαϊκής δύναμης σε εμπορικούς στόλους και το 30% περίπου της παγκόσμιας ναυτιλίας. Ουσιαστικά δηλαδή και στη βάση αυτή η Ελλάδα στη στρατηγική της θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην «μπλε οικονομία», που θα ήταν δεδομένα αναπτυξιακή, και όχι αποκλειστικά στην «πράσινη οικονομία», που τελικά σε μια δεκαετία ως μονοπώλιο μπορεί να έχει καταλήξει «τροχοπέδη».