Το πλαίσιο στο οποίο εξελίχθηκε η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο ήταν το αναμενόμενο. Η Τουρκία αξιοποίησε την ευκαιρία για να διατυπώσει ακόμα μια φορά δημοσίως, και μάλιστα σε επίπεδο κορυφής, ενώπιον της ελληνικής ηγεσίας όλο το πακέτο των παράνομων, παράλογων και ευθέως επιθετικών διεκδικήσεών της. Και με αυτόν τον τρόπο να επιδιώξει τη νομιμοποίησή τους σε επίπεδο δημόσιου -και έχει σημασία αυτό, διότι παρακολουθούν και καταγράφουν τρίτοι-, διμερούς διαλόγου. Έστω κι αν αυτός δεν προσδιορίζεται επισήμως ως τέτοιος.
Η Ελλάδα από την πλευρά της διατύπωσε τη διαφωνία της και τις δικές της απόψεις. Σημασία έχει για την Άγκυρα η καταγραφή των θέσεών της και η επιδίωξή της να προβληθεί στο διεθνές ακροατήριο ως σιωπηρή αποδοχή -ακόμα κι αν η Ελλάδα το αρνείται, και ορθώς- της ατζέντας της. Εξάλλου, χρειάζεται προσοχή η θέση «πρέπει να συζητάμε ό,τι κι αν γίνεται», διότι συζήτηση χωρίς «κόκκινες γραμμές» δεν γίνεται. Αλλιώς, καταλήγει σε a priori αποδοχή των θέσεων του αντιπάλου ως βάση εκκίνησης διαλόγου και η συζήτηση καταλήγει ετεροβαρώς και τελικά σε κρίση. Ούτε η αποφυγή της έντασης μπορεί να είναι αυτοσκοπός ούτε το ήσυχο καλοκαίρι εθνικός στόχος. Αυτά είναι ευκταίες καταστάσεις στον βαθμό που μπορείς να τις επιτύχεις χωρίς να επιβαρύνεται το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι, με όλη την αναθεωρητική ατζέντα από πλευράς Τουρκίας να παραμένει στο τραπέζι, οι συναντήσεις αυτές να υποβαθμίζουν τη σοβαρότητα της τουρκικής επιθετικότητας και την απειλή που συνιστά η αναθεωρητική πολιτική της.
Το λάθος που κάνει διαχρονικά η ελληνική πλευρά είναι να θεωρεί την Τουρκία κανονικό κράτος και να κρίνει εξ ιδίων επιχειρώντας να προβλέψει τη συμπεριφορά της. Η συμπεριφορά της είναι απολύτως προβλέψιμη, αλλά όχι αυτή που νομίζει η Αθήνα. Τις κινήσεις καλής θέλησης και τους χαμηλούς τόνους η Άγκυρα τα εκλαμβάνει ως αδυναμία και το πρώτο που κάνει είναι να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση θέτοντας επιπλέον θέματα στο τραπέζι. Το αποτέλεσμα είναι να εξαντλούνται τα περιθώρια, ακόμα και ακραίας ευελιξίας, για να το θέσουμε κομψά, από ελληνικής πλευράς και να οδηγούμαστε σε κρίση χειρότερη από αυτή που το ελληνικό πολιτικό σύστημα νόμιζε ότι θα αποφύγει με την πολιτική του. Δεν θέλουμε να γίνουμε μάντεις κακών, αλλά αυτή θα είναι η κατάληξη.