Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς και παρασκηνιακά στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ευρώπης την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν υπήρξαν σπουδαίες ανακοινώσεις από την ελληνική πλευρά ούτε στο επίπεδο του πρωθυπουργού ούτε στα πεδία της ελληνικής διπλωματίας ή των στρατιωτικών. Προφανώς κρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, με δεδομένο ότι η Αθήνα υπήρξε σαφής ως προς τα όρια που έχει να παραχωρήσει οπλικά συστήματα από το δικό της οπλοστάσιο στο Κίεβο, είτε πρόκειται για τα αμερικανικής κατασκευής και σε ενέργεια Patriot είτε για τα σε αχρησία ουσιαστικά από χρόνια ρωσικής κατασκευής S-300. Στην πρώτη περίπτωση γιατί τα συστήματα Patriot θεωρούνται και σωστά ουσιώδη για την ελληνική αποτροπή, ενώ τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα δεν μπορούν να παραχωρηθούν για συμβατικούς λόγους. Δηλαδή η Ελλάδα έχει συμφωνήσει συμβατικά με τη Ρωσία από το 1998 ότι δεν μπορεί να τα παραχωρήσει ή πουλήσει σε ετέρα χώρα χωρίς την άδεια τελικού χρήστη της Ρωσίας, πολύ περισσότερο σε χώρα όπως η Ουκρανία που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την κατασκευάστρια Ρωσία.
Την προηγούμενη Κυριακή, μετά δηλαδή το τέλος των εργασιών της Συνόδου Κορυφής , ο πρόεδρος Ζελένσκι της Ουκρανίας προχώρησε σε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο, σε μια επιπλέον προσπάθεια άσκησης πίεσης σε ευρωπαϊκές χώρες που έχουν τέτοιου τύπου πυραυλικά συστήματα αεράμυνας να τα παραχωρήσουν σε άμεσους χρόνους στην εμπόλεμη δύναμη. Στο γνωστό ύφος του ο Ζελένσκι σημείωσε: «Οι Patriot μπορούν να αποκαλούνται συστήματα αεράμυνας μόνον όταν λειτουργούν και σώζουν ζωές, όχι όταν μένουν ακίνητοι σε κάποιες αποθήκες». Εμφατικά σε αυτή τη δήλωση ήρθε λίγα 24ωρα μετά δημοσίευμα των «Financial Times», που διασαφήνισε ότι σε κλοιό πιέσεων βρίσκονται σχετικά η Ισπανία και η Ελλάδα, που εκτιμάται ότι δεν βρίσκονται στη ζώνη κινδύνου από τη Ρωσία, όπως για παράδειγμα η Πολωνία και η Ρουμανία που διαθέτουν επίσης τέτοια οπλικά συστήματα. Στο επίκεντρο των πιέσεων για τη συγκέντρωση και την παραχώρηση κρίσιμου οπλισμού για την άμυνα του Κιέβου θεωρείται ότι βρίσκεται η Γερμανία, η οποία από την πλευρά της φέρεται ήδη διατεθειμένη να παραχωρήσει ένα σύστημα Patriot από το δικό της οπλοστάσιο.
Η κυβέρνηση μετά και το δημοσίευμα της εφημερίδας απάντησε με σαφήνεια διά του κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Μαρινάκη: «Δεν πρόκειται να γίνει οποιαδήποτε κίνηση -το ξεκαθαρίζω για να μην υπάρχει παρεξήγηση- που θα διακινδυνεύσει έστω κατ’ ελάχιστον την αποτρεπτική ικανότητα ή την αεράμυνα της χώρας». Επί της ουσίας, για να παραχωρήσουμε Patriot από το οπλοστάσιό μας, θα πρέπει να αποκτήσουμε κατ’ αναλογία άλλους από τις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να έχει αυτή τη θέση, που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί από τον δυτικό συνασπισμό αλλά ούτε και από την Ουκρανία στάση απροθυμίας. Γιατί έχει απέναντί της μια Τουρκία που βρίσκεται και πάλι σε επιθετική έξαρση, άσχετα αν παραμένουν ανοιχτοί οι διπλωματικοί δίαυλοι επικοινωνίας και διαλόγου. Ταυτόχρονα η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να λαμβάνει υπόψη της και το θερμό μέτωπο που παραμένει ανοιχτό στη Δυτική Ασία – Μέση Ανατολή, ειδικά μετά την κλιμάκωση που προέκυψε από την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, αλλά και τα προβλήματα που δημιουργούν οι Χούθι στα δυτικά πλοία στο πέρασμα της Ερυθράς, με κίνδυνο την επέκταση και στα Ορμούζ.
Στην παρούσα φάση πλέον για λογαριασμό της Ουκρανίας έχουν εγκριθεί τεράστια κεφάλαια για την άμυνά της, 61 δισ. δολάρια από τις ΗΠΑ και πλέον των 50 δισ. ευρώ από την Ευρώπη. Η Ελλάδα από την πλευρά της έχει συμμετάσχει και ανθρωπιστικά ή με φάρμακα αλλά και με όπλα στην όλη συνδρομή. Η Ουκρανία προβλέπεται να έχει αντοχές μέχρι και το 2025. Τα όρια που έχει η Ελλάδα από την πλευρά της είναι συγκεκριμένα και ορισμένα.