Η ευρωπαϊκή «σκακιέρα» του πρωθυπουργού

O Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στις αρμοδιότητες που του εμπιστευτήκαν οι πολίτες μέχρι τουλάχιστον το 2027
15:46 - 23 Απριλίου 2024

Στην Ελλάδα, αν και παλαιό μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το δέκατο κατά σειρά ένταξης, για πολλές δεκαετίες αντιμετώπιζαν οι ηγεσίες της την Ένωση είτε σαν την «κότα με τα χρυσά αυγά», είτε με δέος και αμηχανία σαν μια πραγματικότητα που η χώρα μας θα έπρεπε κάποια στιγμή να φθάσει. Δεν είναι άσχετο με την ψυχολογία αυτή και την αμηχανία διαρκείας ενδεχομένως το γεγονός ότι η χώρα μας εντάχθηκε στην ενιαία Ευρώπη για συμβολικούς περισσότερο λόγους, και πάντα με σημαίνουσα γαλλική στήριξη στην πορεία. Το ίδιο περίπλοκο σκηνικό υπήρξε και όταν η Ελλάδα προχώρησε από την ΕΟΚ στην Ευρωζώνη το 2000, όπου εκ των υστέρων κατηγορήθηκε για λανθασμένα λογιστικά στοιχεία της Οικονομίας της. Ακολούθησε η δημοσιονομική κατάρρευση δέκα χρόνια μετά την ένταξη στη Ζώνη του ευρώ και καταλήγουμε στο σήμερα και την πρώτη μεταμνημονιακή καθαρά διακυβέρνηση υπό την ηγεσία Μητσοτάκη.

Ο σημερινός πρωθυπουργός, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, χειρίζεται τα ευρωπαϊκά ζητήματα με αυτοπεποίθηση, επάρκεια και ευελιξία. Σε κάθε περίπτωση χωρίς τα συμπλέγματα κατωτερότητας που χαρακτήριζαν την ελληνική πολιτική για σειρά δεκαετιών. Βεβαίως ο κ. Μητσοτάκης είναι πολύ προσεκτικός, συνεπής και ειλικρινής με τα στοιχεία, τις προτεραιότητες και τα δημοσιονομικά όρια του κρατικού προϋπολογισμού ή των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το επιπλέον χρέος. Ο κ. Μητσοτάκης εξάλλου, όπως και με τις ΗΠΑ ή τους διεθνείς οίκους επενδύσεων ή αξιολόγησης, είναι πολύ σοβαρός και συγκροτημένος στη «σκακιέρα» που έχει μπροστά του. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι συμμετέχει όχι μόνον στη διαπραγμάτευση και τους συσχετισμούς των Συμβουλίων Κορυφής, αλλά και των «διαδρόμων» των Βρυξελλών, όπου οι Έλληνες πολιτικοί φοβούνταν ακόμη και να πλησιάσουν.

Η μεγάλη διαφοροποίηση του σημερινού Έλληνα πρωθυπουργού είναι ότι δεν συνδέει την πολιτική και τις επιλογές της Ελλάδας με την ταύτιση στις επιλογές ενός συμμάχου στην Ευρώπη. Για παράδειγμα της Γαλλίας, κάτι που ενδεχομένως «πικραίνει» τον Εμ. Μακρόν από καιρού εις καιρόν. Η Ελλάδα όμως δεν είναι ακόλουθος ούτε της Γερμανίας, όπως για παράδειγμα την εποχή της διακυβέρνησης του «ευρωπαϊστή» Σημίτη. Ο Κ. Μητσοτάκης, πέραν της αυτονομίας των πολιτικών και των στρατηγικών της Ελλάδας στη βάση των ειδικών συμφερόντων και των επιδιώξεών της, συμμετέχει και στο «παιχνίδι» των προσώπων που διοικούν την Ένωση. Για παράδειγμα, στην παρούσα φάση, από πέρυσι κιόλας η Ελλάδα έχει ταχθεί υπέρ της δεύτερης θητείας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Επιτροπή, πρόταση και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Αλλά ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει και χωριστές διαβουλεύσεις και με τον νέο πρωθυπουργό της Πολωνίας, κ. Τουσκ, με τον οποίο έχουν αναλάβει από την πλευρά του ΕΛΚ να υπερασπιστούν την υποψηφιότητα Φον ντερ Λάιεν. Η Ελλάδα ταυτόχρονα -και λογικά- δεν συμμετέχει στο επονομαζόμενο «τρίγωνο της Βαϊμάρης», στο οποίο όμως συμμετέχει ο Τουσκ μαζί με τον Μακρόν και τον Σολτς, τη Γαλλία και τη Γερμανία δηλαδή, που μάλλον αμφισβητεί τη δεύτερη θητεία της σημερινής προέδρου της Κομισιόν. Η Ελλάδα διά του πρωθυπουργού της δείχνει μεγάλη κινητικότητα και παρέμβαση και στο παρασκήνιο για την εκλογή επιτρόπων ή του προέδρου του Συμβουλίου. Διατηρεί σχέσεις θετικές με την Ιταλίδα ομόλογό του, κυρία Μελόνι, και τον ειδικού ευρωπαϊκού βάρους επίσης Ιταλό πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ή με την επικεφαλής του Ευρωκοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μετσόλα.

Η «σκακιέρα» Μητσοτάκη είναι ασυνήθιστα ευρωπαϊκή για την Ελλάδα, για τον λόγο αυτό κάποιοι -μάλλον και πάλι συμπλεγματικά σκεπτόμενοι- βιάζονται να τον στείλουν στην Ευρώπη, αλλά αυτός επιμένει στις αρμοδιότητες του πρωθυπουργού που του εμπιστευτήκαν οι πολίτες μέχρι τουλάχιστον το 2027. Όπως δηλώνει δημόσια και ο ίδιος, θα συνεχίσει να εκπροσωπεί με προϋποθέσεις την Ελλάδα στην Ευρώπη και όχι το αντίστροφο.