Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδας ως εργαλείο ανάπτυξης και «ενεργειακής διπλωματίας»

Στα λιγνιτωρυχεία της Δυτικής Μακεδονίας σχεδιάζεται μία από τις μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις
13:51 - 27 Μαρτίου 2024

Περνάμε σε μια νέα εποχή που γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για αποτελεσματική βιώσιμη ανάπτυξη και για αυτονομία της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την ενέργεια και την πράσινη μετάβαση.

Η στρατηγική της ΕΕ για τη σταδιακή απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα και για δραστική μείωση των εκπομπών CO2 έχει φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ), όπως o λιγνίτης που υπάρχει σε αφθονία στη χώρα μας, και τον παραγωγικό ρόλο που έχει στο ταξίδι της Ευρώπης προς τη βιωσιμότητα. Σε ένα περιβάλλον έντονων ενεργειακών, γεωπολιτικών και κλιματικών προκλήσεων, η στροφή στις ΟΠΥ είναι «κλειδί» για την ανάπτυξη αποδοτικότερων τεχνολογιών που σχετίζονται με τη μετάβαση σε μια οικονομία σχεδόν μηδενικών εκπομπών (net zero), όπως η ηλεκτροκίνηση, η ανάπτυξη νέων δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τεχνολογιών ΑΠΕ.

Στα λιγνιτωρυχεία της Δυτικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα στην περιοχή της Κοζάνης σχεδιάζεται και προωθείται μία από τις μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα (προϋπολογισμού 160.000.000 ευρώ) και με πρόσθετες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, επιπλέον σε έργα κοινωνικού χαρακτήρα), στη βάση των αρχών της πράσινης μετάβασης, ενσωματώνοντας στην πράξη τις πλέον υπεύθυνες πρακτικές του κλάδου διεθνώς. Μια πράσινων προδιαγραφών ενέργεια με σχεδόν μηδενικές περιβαλλοντολογικές επιβαρύνσεις (80% χαμηλότερα από τα επιτρεπτά όρια της ΕΕ). Μια στρατηγική επένδυση, η οποία με την έναρξη της εμπορικής παραγωγής της τεχνολογίας αεριοποίησης λιγνίτη και τη μετατροπή του σε καθαρή μορφή ενέργειας, από τα τέλη του 2025, μπορεί να προσφέρει σε μια περιοχή της Ελλάδος που κυριαρχείται από την ανεργία, ίσως στο μεγαλύτερο ποσοστό της ΕΕ, θέσεις μόνιμης εργασίας στον τοπικό πληθυσμό, οικονομική ανάπτυξη μιας διαρκούς υποβαθμισμένης οικονομίας στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας με πλήρη ενεργειακή αυτονομία και, τέλος, να καθιερώσει την Ελλάδα μια δύναμη στην παραγωγή ενέργειας, με δικό της ορυκτό πλούτο στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

Σημαντική εκτιμάται ότι θα είναι και η συμβολή της επένδυσης στον τομέα των εξαγωγών, προϊόντων αλλά και πρώτων υλών προς τις γειτονικές χώρες, με διαδικασίες οι οποίες μπορούν μέσω της «ενεργειακής διπλωματίας» να αναβαθμίσουν εκ νέου τις σχέσεις με τις χώρες αυτές, παράλληλα δε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Σημειωτέον, ο εγχώριος εξορυκτικός κλάδος έχει έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα, με τις εξαγωγές του να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των πωλήσεων, αποτελώντας έναν σημαντικό παραγωγικό κρίκο στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά.

Επομένως η αξιοποίηση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας, του τεράστιου και ανεκμετάλλευτου ορυκτού πλούτου της (το 10% των κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ βρίσκεται στο υπέδαφος της Ελλάδας), ως πηγή οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας, αλλά ταυτόχρονα και ως ισχυρό εργαλείο «ενεργειακής διπλωματίας», δίνει στη χώρα τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ισχυρό παίκτη στη ζήτηση για κρίσιμες και στρατηγικές ορυκτές πρώτες ύλες και σε πρωταγωνιστή στην πράσινη μετάβαση, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις στο επίκαιρο ζητούμενο για πιο αποτελεσματική πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη με μια σύγχρονη και ανταγωνιστική τεχνολογία.

Η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας δοκιμάζεται από την επείγουσα διαδικασία «απολιγνιτοποίησης» της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, με δεδομένο ότι η κύρια ενασχόληση των κατοίκων αλλά και η βιωσιμότητα της ευημερίας στις εν λόγω περιοχές συνδέονταν ιστορικά με τον άνθρακα. Δεν είναι καθόλου τυχαία η πολύ επικεντρωμένη στην περιοχή προσοχή του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, οι συχνές περιοδείες του εκεί, η ειδική μέριμνα για τις δομές του νεόδμητου πανεπιστημίου στη συγκεκριμένη Περιφέρεια. Παρά ταύτα αναζητούνται επιπλέον στηρίξεις στον παραγωγικό ιστό της συγκεκριμένης Περιφέρειας, που η πράσινη εκμετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών μπορεί να δώσει. Οι προηγμένες ενεργειακές τεχνολογίες, με διεθνή συνεργασία, μπορούν να αποτελέσουν το «κλειδί» της επαναφοράς της ανάπτυξης για τη Δυτική Μακεδονία.