«Η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης και της AGI (τεχνητή γενική νοημοσύνη) έχει τη δυνατότητα να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια ασφάλεια με τρόπους που θυμίζουν την εισαγωγή πυρηνικών όπλων». Αυτή είναι μια κύρια διαπίστωση μελέτης που ανέθεσε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών στην εταιρεία Gladstone ΑΙ, σχετικά με τους κινδύνους που μπορεί να έχει η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η τελική πρόταση της μελέτης, που δημοσιοποιήθηκε μέσω του CNN και κυριαρχεί στη διεθνή επικαιρότητα, είναι ότι «υπάρχει σαφής και επείγουσα ανάγκη παρέμβασης της αμερικανικής κυβέρνησης» σχετικά με τον έλεγχο των εξελίξεων στον χώρο της έρευνας για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Η μελετητική εργασία αυτή βασίζεται σε μια σειρά εκτιμήσεων και αναλύσεων μέσω συνεντεύξεων 200 κορυφαίων ερευνητών, αξιωματούχων κυβερνοασφάλειας, εμπειρογνωμόνων στα όπλα μαζικής καταστροφής και αξιωματούχων εθνικής ασφάλειας. Αφού περιγράφονται οι θετικές εφαρμογές και ανακαλύψεις που μπορεί να συνδεθούν ως εργαλεία και εφαρμογές με την τεχνητή νοημοσύνη και τη γενική νοημοσύνη στην οικονομία, την υγεία, την καθημερινότητα, την παραγωγή, καταλήγει στη διατύπωση ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να εξελιχθεί σε απειλή όπως τα πυρηνικά όπλα. Είναι σημαντικό άλλωστε ότι ακόμη και οι συμμετέχοντες στα σχετικά εργαστήρια ανησυχούν ιδιωτικά ότι κάποια στιγμή θα χαθεί ο έλεγχος από τον άνθρωπο και τα πράγματα θα γίνουν ανεξέλεγκτα σε βάρος της ανθρωπότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο της μελέτης περιλαμβάνονται συγκεκριμένες συστάσεις για «δραματικά μέτρα» ελέγχου των εξελίξεων και απόκτησης της εξουσίας από το κράτος και την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Η συγκρότηση της μελέτης, η δημοσιοποίηση των στοιχείων της, αλλά και ο καθορισμός των εξελίξεων από τα κράτη και όχι από τους επενδυτές ή τις εταιρείες είναι από μόνο του κάτι εξωφρενικά θετικό και ελπιδοφόρο για τη θέση του ανθρώπου στον πλανήτη. Αλλά και μια επιστροφή της Δύσης στη λογική και τον ανθρωποκεντρισμό αντί του ατομοκεντρισμού της μεταψυχροπολεμικής παγκοσμιοποίησης. Ο συνδυασμός των εργαλείων της τεχνητής νοημοσύνης, στον συσχετισμό της με τη ρομποτική, με τα πυρηνικά όπλα είναι σε κάθε περίπτωση αποτέλεσμα ευθυκρισίας. Όπως τότε η εξέλιξη της χρήσης πυρηνικής ενέργειας σε όπλα μαζικής καταστροφής δεν αφέθηκε στις ιδιωτικές εταιρείες ή δεν αποτέλεσε μοχλό ενεργής αντί ψυχροπολεμικής ισχύος στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων που κυριάρχησαν στον κόσμο, ενώ τα εθνικά κράτη που απέκτησαν πρόσβαση στα πυρηνικά υπήρξαν περιορισμένα σε «κλαμπ», αποτελούν τον δρόμο και για την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης πέραν των τομέων που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό που έγινε με τα πυρηνικά, ένας παγκόσμιος έλεγχος και ταυτόχρονα συμφωνίες ιδιαίτερα τότε μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας για τη μη χρήση άσχετα με την κλιμάκωση των εντάσεων, έδωσε τη βιωσιμότητα στον πλανήτη.
Οι τεχνολογίες αιχμής από τα αρχικά τους στάδια στις επικοινωνίες και το διαδίκτυο μέχρι το σημερινό επίπεδο των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης και τη ρομποτική αποτέλεσαν βασικά όπλα για τις ένοπλες δυνάμεις. Έχοντας την πρωτοκαθεδρία η Δύση και ειδικά οι ΗΠΑ, νίκησαν στο πεδίο των μικροτσίπ (ημιαγωγοί) τη σοβιετική Ρωσία και τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος. Στην επόμενη φάση, που χαρακτηρίσθηκε ως παγκοσμιοποίηση με έναν πόλο ισχύος, την ηγεμονεύουσα Αμερική, συγκροτήθηκε η περίφημη Σίλικον Βάλεϊ και οι εταιρείες τεχνολογίας στην Καλιφόρνια, μαζί και οι «μύθοι» τους για ανακαλύψεις σε κάποιο στάβλο από ομάδες ταλαντούχων φοιτητών και άλλα συναφή που σχετίζονται με την επέκταση του «αμερικανικού ονείρου». Ταυτόχρονα «αποδεσμεύθηκαν» οι τεχνολογίες διαδικτύου για εμπορικούς σκοπούς και εκτοξεύθηκε o όγκος των συναλλαγών στα χρηματιστήρια με επίκεντρο τη Γουόλ Στριτ. Στην παρούσα φάση όλα αλλάζουν. Ο έλεγχος των τεχνολογιών επιστρέφει στα κράτη και τις κυβερνήσεις. Με διαχειριστές τους στρατηγούς και τις υπηρεσίες ασφαλείας και όχι τους τραπεζίτες.