Το δόγμα της ισχυρής Ελλάδας και τα όπλα μας

Έπειτα από 50χρόνιααποεπένδυσης περνάμε σε μια νέα εποχή εγχώριας παραγωγής και αναβάθμισης
13:50 - 13 Μαρτίου 2024

Η Ελλάδα δεν παράγει ούτε πινέζες. Για πέντε έξι δεκαετίες ακολουθήθηκε μια στρατηγική πλήρους αποβιομηχάνισης και καταστροφής της παραγωγικής βάσης της χώρας. Έγινε μια χώρα καθαρά εισαγωγική, καταναλωτική δηλαδή, πλην του τομέα των υπηρεσιών, με αιχμή τον τουρισμό και τις τράπεζες. Η εθελούσια αυτή καταστροφή της παραγωγής με κάποιον περίεργο και αδιόρατο τρόπο συνδέθηκε με την πορεία της ως μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Από τις εισαγωγικές διαπραγματεύσεις την τότε νέα εποχή, δεν προκρίθηκαν οι συνεννοήσεις για τη μη μείωση του πρωτογενούς τομέα (αγροτικός, κτηνοτροφικός, αλιευτικός, διατροφικός) με αποτέλεσμα την αποδοχή ως στόχου της μείωσης του τομέα αυτού από το περίπου 35%-40% στο 10%, χωρίς να καθοριστούν επακριβώς οι στόχοι ανάπτυξης κάποιου άλλου τομέα. Σε κάθε περίπτωση, από τη δεκαετία του 1980 ακόμη, επεκράτησε το δόγμα του «άφρονα πλούσιου» ως στρατηγική επέκτασης της χώρας. Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε η καταστροφή του πρωτογενούς τομέα, με αντάλλαγμα τις επιδοτήσεις ή αποζημιώσεις γι’ αυτό, σε έναν λαό που καθόλου δεν ενημερώθηκε ούτε εκπαιδεύθηκε για τη λογική αυτών των αποζημιώσεων. Άλλωστε και σε επίπεδο ηγεσίας κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το μέλλον της χώρας, αφού οι πολιτικοί, τα κόμματα και η διοίκηση υποτάχθηκαν στο άμεσο εκλογικό συμφέρον. Είναι ενδιαφέρον εξάλλου ότι, πριν ακόμη από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η αποβιομηχάνιση της Ελλάδας, από τη δεκαετία του 1970, εξελισσόταν στη βάση των συμφερόντων του πολιτικού συστήματος, που δεν ήθελε ισχυρό βιομηχανικό και επιχειρηματικό τομέα, που να μπορεί να επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις της χώρας. Αυτές οι παράμετροι αγνοήθηκαν στα συνέδρια που ήδη οργανώνονται και εξελίσσονται με αφορμή τα 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση.

Πέραν όλων των άλλων η Ελλάδα σε όλες αυτές τις δεκαετίες εξοπλιζόταν και ισχυροποιείτο σε οπλικά συστήματα και Ένοπλες Δυνάμεις, όχι μόνον αναφορικά με τη θέση της στην Ατλαντική Συμμαχία αλλά κυρίως εξαιτίας της ανταγωνιστικής και ψυχροπολεμικής, ενίοτε και με θερμά επεισόδια, σχέση της με την Τουρκία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να θυμηθούμε τις προσπάθειες του υπουργού Αμύνης Ευάγγελου Αβέρωφ να συγκροτήσει πολεμική βαριά βιομηχανία στη χώρα με την εξέλιξη των ΕΑΣ-ΠΥΡΚΑΛ, την συγκρότηση της ΕΑΒ, την ανάπτυξη των ναυπηγείων υπό τον κρατικό βραχίονα, αφού όλα είχαν τότε περάσει στο Δημόσιο. Μετά από εκείνη τη «διστακτική» αρχική φάση, όλα πήραν τον δρόμο της αποεπένδυσης και της κομματικοποίησης, με αποτέλεσμα, και πριν από την τελική χρεοκοπία, η Ελλάδα να μην έχει ούτε πολεμική βιομηχανία ούτε καν ναυπηγεία, ως ισχυρή ναυτική δύναμη.

Η πολιτική διακυβέρνηση της χώρας υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μετά από μια πρώτη τετραετία, που επεχείρησε και κατόρθωσε να επανεξοπλίσει τη χώρα, μετά τη χρεοκοπία, στα όρια του δυνατού σε αέρα, θάλασσα και ξηρά, αντιμετωπίζοντας το άμεσο έλλειμμα ισχύος με την Τουρκία, στη δεύτερη θητεία της προχώρησε σε έναν στρατηγικό αναπροσανατολισμό. Με υπουργό Άμυνας έναν από τους πιο ισχυρούς και δημοφιλείς πολιτικούς της, τον Νίκο Δένδια, δείχνει να προχωρά σε ένα νέο δόγμα ισχύος ως προς την πολεμική της βιομηχανία -ουσιαστικά για τη βιομηχανία τεχνολογικής αιχμής- δηλώνοντας ότι επιδιώκει να κατασκευάσει τα όπλα της στη νέα εποχή των drones και αντι-drones ή του κυβερνοπολέμου στη βάση της εγχώριας παραγωγής και αναβάθμισης, παύοντας να είναι ένας καταναλωτής όπλων που ψωνίζει «από το ράφι» των άλλων. Σημαντικές παράμετροι σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η συγκροτημένη συμμαχία με τις προηγμένες ΗΠΑ, οι δομές της Ευρώπης, που επανεξοπλίζεται, η μεσογειακή περιφερειακή διάρθρωση αλλά και ο ανταγωνισμός με την Τουρκία, που βρίσκεται όμως δεκαετίες μπροστά σε αυτούς τους τομείς. Σε κάθε περίπτωση κηρύσσεται η αφετηρία μιας επόμενης εποχής, που από το δόγμα του «άφρονα πλούσιου» περνάμε στο δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας».