Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που το θέμα της κυβερνητικής ευστάθειας αλλά και το κλίμα ισορροπίας στην κοινωνία θα καθορίσουν την προοπτική της χώρας. Συνήθειες του παρελθόντος με «επαναστατική γυμναστική» στους δρόμους και τοξικότητα στην κομματική αντιπαράθεση, που τις πληρώσαμε στο παρελθόν, δεν βοηθούν και τελικά δημιουργούν εύλογες ανησυχίες. Οι Έλληνες ψήφισαν με αποφασιστικότητα στις διπλές εθνικές εκλογές πέρυσι και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει όλα τα εχέγγυα αλλά και όλες τις δυνατότητες να διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα και να διαχειρισθεί με επάρκεια τις διαδοχικές διεθνείς κρίσεις. Αλλά έχουμε μπροστά μας τις ευρωπαϊκές εκλογές. Αυτές αντιμετωπιζόμενες άστοχα ως δημοσκόπηση με κάλπη δημιουργούν αγωνία στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικά σε κάποια από αυτά, όπως για παράδειγμα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ που ενώ βρίσκονται σε αποδόμηση προγραμματική και στρατηγική αμηχανία επιθυμούν να βρεθούν σε θέση ισχύος για τις διαβουλεύσεις μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα οι ηγεσίες τους αγωνιούν για την επιβίωσή τους. Την ίδια ώρα, το ΚΚΕ επιθυμεί να προσαρμόσει την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση στις δικές του παραδοσιακές πρακτικές, συσπειρώνοντας δυνάμεις της κοινωνίας και των συνδικάτων με καθημερινές διαδηλώσεις, αν είναι δυνατόν. Εκτός αυτών, υφίσταται κοινότητα κομμάτων στην περιοχή του 10%, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση από τα δεξιά, που με κάθε τρόπο και μέθοδο επιθυμούν να αποκτήσουν μέσα από την τοξικότητα και την πόλωση εκλογικό πλεονέκτημα μέχρι τον Ιούνιο.
Φυσικά, οι ευρωπαϊκές εκλογές δεν μπορούν να λογίζονται ως δημοσκόπηση με κάλπη. Ειδικά στις παρούσες συνθήκες που η Ευρώπη αποσυντονίζεται, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πολιτική πόλωση, τα «μέτωπα» του πολέμου διατηρούν την κλιμάκωσή τους ή πολλαπλασιάζονται και οι οικονομίες δοκιμάζονται από εξελίξεις όπως τα προβλήματα ασφαλείας στη διέλευση των εμπορικών πλοίων στη διαδρομή Ερυθρά Θάλασσα – Σουέζ ή η «πράσινη στρατηγική» της Κομισιόν.
Οι ευρωπαϊκές εκλογές αποτελούν ταυτόχρονα ειδικό στοίχημα για την Ελλάδα. Πρώτον, γιατί η προηγούμενη θητεία αποτέλεσε στην κυριολεξία βατερλό για την ελληνική αποστολή εν συνόλω. Σκάνδαλα, αστοχίες και απραξία κυριάρχησαν στη θητεία των Ελλήνων ευρωβουλευτών. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα αναδείξουν τους εκπροσώπους από όλους τους πολιτικούς χώρους που θα συμμετάσχουν στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πολιτικές ομάδες και θα πρέπει να συνεργάζονται, αλλά και να ασκούν επιρροή προς το συνολικό συμφέρον της Ελλάδας σε μια κρίσιμη διεθνή συγκυρία. Που σημαίνει ότι τα κόμματα θα οφείλουν να κάνουν σοβαρές προτάσεις ως προς τις υποψηφιότητες και οι πολίτες να ψηφίσουν με συγκρότηση και σοβαρότητα εκπροσώπους. Στο κλίμα που τείνει να διαμορφωθεί, με την Αριστερά να πολεμά την κυβέρνηση και τη χώρα από το Ευρωκοινοβούλιο, κάτι τέτοιο δεν δείχνει να προκρίνεται.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης βρίσκονται σε σύγχυση απέναντι στην αδυναμία τους να αμφισβητήσουν με όρους πολιτικής και στρατηγικής επάρκειας την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη και καταδυναστεύονται από τον «κανένα» στις δημοσκοπήσεις. Έτσι, οδηγούνται στις κλασικές συνταγές της ακραίας πόλωσης, μήπως και δημιουργήσουν συνθήκες συσπείρωσης το καθένα από αυτά για το πρόσκαιρο συμφέρον του. Στο σύνολο όμως αντί να οδηγούμεθα σε διαδρομές ώριμου κοινοβουλευτισμού και ώσμωσης θέσεων, επιστρέφουμε σε «εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα», ψευδεπίγραφα μεν, αυτοκαταστροφικά δε.
Έχουμε μια αντιπολίτευση σε απόγνωση, με ηγεσίες που τελικά εκτιμούν ότι ο μόνος δρόμος που έχουν απέναντι στην κεντροδεξιά κυβέρνηση είναι να πείσουν τους πολίτες να επιστρέψουν στις «πλατείες» ή να δημιουργήσουν συνθήκες αταξίας. Φυσικά, η πλειονότητα δεν θα ακολουθήσει τέτοιες διαδρομές και ο πρωθυπουργός λύνοντας προβλήματα δεν θα εγκλωβιστεί σε τέτοιου τύπου επιδιώξεις. Αλλά σε κάθε περίπτωση η αντιπολίτευση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της και να πάψει τις ανοησίες περί «κυβέρνησης δολοφόνων», «κρεμάλες», «βιαστών της δημοκρατίας» και τα συναφή. Η συγκυρία είναι κρίσιμη και η κοινωνική συνοχή προαπαιτούμενο…