Το ερωτηματολόγιο που έστειλε διαδικαστικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προς τα μέλη του κόμματος άνοιξε τον «ασκό του Αιόλου» και πάλι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ζητούσε ηλεκτρονική ψηφοφορία σε σχέση με κυριαρχικά ερωτήματα για τη φυσιογνωμία του κόμματος. Για τη θέση του στην Αριστερά ή στην Κεντροαριστερά, για το όνομά του, τα σύμβολά του. Και όλα αυτά ελάχιστα 24ωρα πριν από την έναρξη του προγραμματισμένου συνεδρίου, με το οποίο θα καθορισθούν η στρατηγική, οι προγραμματικές θέσεις, η φυσιογνωμία του. Το ερωτηματολόγιο του κ. Κασσελάκη ακολούθησε τον αιφνιδιασμό της αναβολής των εσωκομματικών εκλογών για τις περιφερειακές διοικήσεις, διαδικασία προγραμματισμένη για πριν από την έναρξη του συνεδρίου, που τελικά αναβλήθηκε για μετά το συνέδριο, χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Πού είναι το πρόβλημα; Ο κ. Κασσελάκης και το προσωπικό του επιτελείο διακατέχονται από μια σύγχυση που όταν την εκδηλώνουν έρχονται σε αντίθεση ή και σε σύγκρουση με τις κομματικές δομές, τα όργανα και τη διαδικασία αποφάσεων της συνολικής κομματικής και κοινοβουλευτικής οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αιφνιδιάζουν, προκαλούν αμηχανία, αντιδράσεις και τελικά εσωστρέφεια. Η σύγχυση προκύπτει από το γεγονός ότι το κόμμα λογίζεται ως «εταιρεία». Και μάλιστα προσωπική και μη εισηγμένη. Στην περίπτωση αυτή ο επιχειρηματίας λαμβάνει αποφάσεις και πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη, το προφίλ και την αύξηση της κερδοφορίας, τις οποίες στη συνέχεια «μοιράζεται» και επικοινωνεί στο διευθυντικό του επιτελείο και όλα εξελίσσονται στην κατεύθυνση των πρωτοβουλιών αυτών.
Δεν συμβαίνει όμως έτσι στα κόμματα. Όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά σε όλα τα κόμματα. Αυτά είναι πολιτικοί οργανισμοί που κινούνται στη βάση διαδικασιών εντός των προβλεπόμενων οργάνων τους και στη βάση της συναίνεσης της συλλογικής βούλησης. Μπορεί τα κόμματα στην Ελλάδα να θεωρούνται σε πολλά επίπεδα ως παρωχημένοι πολιτικοί οργανισμοί, όμως από την εξέλιξή τους λειτουργικά και πολιτικά μέχρι τη μεθοδολογία Κασσελάκη η απόσταση είναι μακρά. Ειδικά για τα κόμματα της Αριστεράς, όπου μέχρι και τις προτελευταίες εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε πλήρης απόρριψη των «ανοιχτών διαδικασιών» για την εκλογή προέδρου ή επιβεβαίωση της θητείας ενός προέδρου, σε αντίθεση με τις μαζικές «ανοιχτές διαδικασίες» από τη βάση των μελών και των φίλων, μάλιστα, που έχουν ακολουθηθεί από τα αστικής οργάνωσης θεωρούμενα κόμματα, αρχικά από το ΠΑΣΟΚ επί εποχής Γ. Παπανδρέου και στη συνέχεια από την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία. Στην Αριστερά είναι σχεδόν εμμονική η αντίληψη περί έμμεσης κομματικής δομής, όπου τις επιλογές τις κάνουν τα μαζικά όργανα των στελεχών όπως για παράδειγμα η Κεντρική Επιτροπή, ενώ η διοίκηση και η πολιτική τακτική αποφασίζεται από κάποιο «πολιτικό γραφείο» ή στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ από την «πολιτική επιτροπή» συλλογικά και όχι από τον εκάστοτε επικεφαλής. Ακόμη και η Κοινοβουλευτική Ομάδα στα αριστερής οργάνωσης (μετακομμουνιστικά) πολιτικά σχήματα υπόκειται στις αποφάσεις, τους συσχετισμούς και τις επιλογές της Κεντρικής Επιτροπής και δεν αναγνωρίζεται -έστω και αν το Σύνταγμα της Ελλάδας θεσπίζει διαφορετικά- η κατά προσωπική συνείδηση τοποθέτηση ή ψήφος του βουλευτή. Αυτός είναι απλός αντιπρόσωπος της συλλογικής βούλησης ή των συλλογικών αποφάσεων του κόμματος.
Στο μοντέλο Κασσελάκη αποφασίζει και μάλιστα σχεδόν παρορμητικά ο πρόεδρος και με λογική «άμεσης δημοκρατίας» υποβάλλει ατζέντα στα μέλη και αυτά καλούνται να συνδράμουν ως προς το πού θα κινηθεί το κόμμα. Αλλά δεν μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ, που η διοίκησή του δεν κατορθώνει οργανωτικά να «τρέξει» με άρτιο τρόπο ούτε το υπαρξιακό συνέδριο, να ζητείται ξαφνικά από το σύνολο των στελεχών του να «μετουσιωθούν» σε ένα άλλο, τελείως διαφορετικό, κόμμα εξ… «αποκαλύψεως» Κασσελάκη. Στερείται ρεαλισμού το εγχείρημα.